- φιλότεχνος
- -η, -ο / φιλότεχνος, -ον, ΝΜΑ1. αυτός που αγαπά την τέχνη και, ιδίως, τις καλές τέχνες (α. «πολλοί φιλότεχνοι επισκέφθηκαν την έκθεση ζωγραφικής» β. «οἱ κύκλοι τῶν φιλοτέχνων», Πλούτ.)2. αυτός που κατασκευάζει ή επεξεργάζεται κάτι με επιμέλεια και δεξιοτεχνίααρχ.(για πράγμα) τεχνητός («ἐμηχανήσατό τι φιλότεχνον διάφραγμα», Διόδ.).επίρρ...φιλοτέχνως ΝΜΑ, και φιλότεχνα Νμε φιλοτεχνία.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. κακό-τεχνος].
Dictionary of Greek. 2013.